Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσωπικά από

  • 1 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

  • 2 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 3 γνωρίζω

    μετ.
    1) знакомить, ознакомлять (с чём-л.); ставить в известность, извещать, уведомлять, информировать;

    σας γνωρίζω ότι... — ставлю вас в известность, что...;

    2) знакомить (с кем-л.);
    να σας γνωρίσω τον φίλο μου познакомьтесь с моим другом; 3) знать (кого-что-л.), быть знакомым (с кем-чем-л.);

    γνωρίζ τα ρούσικα — знать русский язык;

    γνωρίζω κάτι απ' έξω — знать что-л, наизусть;

    γνωρίζω κάτι εξ ακοής — знать понаслышке;

    γνωρίζω εξ όψεως — знать в лицо;

    γνωρίζω προσωπικά — знать лично;

    γνωρίζω κάποιον από παιδί — знать кого-л. с детства;

    γνωρίζω από κοντά κάποιον — близко знать кого-л.;

    γνωρίζω από μηχανές — разбираться в машинах;

    γνωρίζω από εμπόριο — быть специалистом по торговле;

    δεν γνωρίζω απ' αυτά — я не специалист по этим вопросам;

    καθόσον γνωρίζω — насколько я знаю, мне известно;

    4) узнавать (знакомое);
    δεν σε γνώρισα μ' αυτά τα ρούχα я тебя не узнал в этом платье; 5) узнавать, познавать;

    γνωρίζω την αλήθεια — познать истину;

    6) узнать, испытать, изведать;

    γνωρίζω τη χαρά της μητρότητας — испытать радость материнства;

    7) быть признательным, благодарным (за что-л.);

    είμαι από κείνους, πού γνωρίζουν το καλό, πού τούς κάνεις — я из тех, кто помнит добро;

    § δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα он никогда не был в близких отношениях с женщиной;

    δεν γνωρίζα ο σκύλος τον αφέντη (του) — погов, полная анархия, нет никакого порядка;

    γνωρίζομαι

    1) — быть знакомым; — знакомиться; — ознакомляться;

    γνωρίζόμαστε — мы знакомы;

    2) быть узнанным;

    γνωρίζεται από μιά ώρα μακρυά — его за версту узнаешь;

    δεν γνωρίζεται — его нельзя узнать, он стал неузнаваем;

    δεν γνωρίζεται από την αδυναμία — он похудел до неузнаваемости;

    δεν ήθελε να γνωρισθεί он не хотел быть узнанным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωρίζω

  • 4 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 5 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 6 расход

    1. (потребление) η κατανάλωση
    - горючего ав. - καυσίμου
    2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνη
    судно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσης
    общие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη
    - ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλεια
    - ы по поставке на условиях ФОБ - προμήθειας με όρους FOB (ελεύθερον επί του πλοίου)
    постоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -
    - ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής
    - ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολής

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расход

  • 7 побуждение

    побужд||ение
    с ἡ παρακίνηση [-ις], ἡ παρότρυνση [-ις], ἡ παρόρμηση, τό κίνητρο:
    по собственному \побуждениеению αὐτό-βουλα [-ως], ἀφ' ἐαυτοῦ· из личных \побуждениеений ἀπό προσωπικά κίνητρα

    Русско-новогреческий словарь > побуждение

  • 8 лицезреть

    -рю, гришь
    ρ.δ. μ. παλ. βλέπω από κοντά, κατά πρόσωπο, προσωπικά.

    Большой русско-греческий словарь > лицезреть

  • 9 побуждение

    ουδ.
    προτροπή, παρακίνηση, παρόρμηση, παρότρυνση• εξώθηση, σπρώξιμο,το κίνητρο•

    из личных -ий από προσωπικά κίνητρα•

    корыстные -я ιδιοτελή κίνητρα.

    Большой русско-греческий словарь > побуждение

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

  • Αινιάν — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Τυμφρηστό. 1. Γεώργιος (1788 – 1843). Αγωνιστής της Επανάστασης και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Παπα Ζαχαρία. Μαθήτευσε στη σχολή Κουρού Τσεσμέ και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια δίδαξε …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»